- δίζεσθαι
- δί̱ζεσθαι , δίζωto be in doubtpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐθαδίζεσθαι — αὐθαδίζομαι to be self willed pres inf mp αὐθᾱδίζεσθαι , αὐθαδίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυθαδίζεσθαι — ἀπαυθαδίζομαι speak pres inf mp ἀπαυθᾱδίζεσθαι , ἀπαυθαδίζομαι speak pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)